τετράπεδον — τετράπεδος with four surfaces masc/fem acc sg τετράπεδος with four surfaces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπέδοις — τετράπεδος with four surfaces masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπέδου — τετράπεδος with four surfaces masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπέδους — τετράπεδος with four surfaces masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπέδων — τετράπεδος with four surfaces masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπέδῳ — τετράπεδος with four surfaces masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek
τετραπέδιον — τὸ, Α [τετράπεδος] το τετραπεδικόν* … Dictionary of Greek
τετραπεδικόν — τὸ, Α [τετράπεδος] το τετράγωνο … Dictionary of Greek
τετραπεδικός — ή, όν, Α και τετραπέδικος, ον, Μ [τετράπεδος] τετράγωνος … Dictionary of Greek